απροσχεδίαστος

απροσχεδίαστος
η , ο [ος , ον ]
1) незапланированный, непредусмотренный; 2) не подготовленный заранее; импровизированный; 3) непреднамеренный; непредумышленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απροσχεδίαστος" в других словарях:

  • απροσχεδίαστος — η, ο επίρρ. α απροετοίμαστος, αυθόρμητος, πρόχειρος: Ο ερχομός μας στο νησί ήταν απροσχεδίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απροσχεδίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί εκ των προτέρων, απρομελέτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ακυοφόρητος — η, ο [κυοφορώ] 1. αυτός που δεν κυοφορήθηκε, δεν συνελήφθη στην κοιλιά τής μητέρας 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν κυοφόρησε ή δεν μπορεί να κυοφορήσει, στείρα, άγονη 3. απρομελέτητος, απροσχεδίαστος …   Dictionary of Greek

  • απροβούλευτος — η, ο (Α ἀπροβούλευτος, ον) αυτός που δεν έχει προμελετηθεί, ο απροσχεδίαστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλή 2. ο χωρίς προμελέτη, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»